- βαρετός
- -ή, -ό (Μ βαρετός, -ή, -όν) [βαραίνω]1. βαρύς2. ανιαρός3. δυσάρεστοςνεοελλ.1. σοβαρός, σημαντικός2. ανυπόφορος3. το θηλ. ως ουσ. η βαρετήη έγκυος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρετός — ή, ό αυτός που προξενεί πλήξη, ανία, ο ενοχλητικός: Έγινε βαρετός με τις συνεχείς επισκέψεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» … Dictionary of Greek
αμήρυτος — ἀμήρυτος, ον (Α) [μηρύομαι] 1. αυτός που δεν φθάνει σε τέλος, ατελείωτος 2. ανιαρός, βαρετός … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
οχληρός — ή, ὁ (Α ὀχληρός, ά, όν) (για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός αρχ. 1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός 2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός 3. θορυβώδης, ταραχώδης. επίρρ … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
προσκορής — ές, Α 1. αυτός που προξενεί κορεσμό ή αηδία, απεχθής, βαρετός 2. (για λόγο) ανιαρός, ανούσιος 3. κορεσμένος, χορτασμένος. επίρρ... προσκόρως Α 1. με κορεσμό, με χόρτασμα 2. κατά κόρον, καθ υπερβολήν («λόγος προσκόρως κεκοσμημένος», Ερμογ.).… … Dictionary of Greek
συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… … Dictionary of Greek
φορτικός — ή, ό / φορτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φόρτος] ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν. γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.) μσν. δυσνόητος, δύσκολος μσν. αρχ. (για νόμους ή… … Dictionary of Greek
φορτικότητα — η / φορτικότης, ητος, ΝΜΑ [φορτικός] νεοελλ. η ιδιότητα τού φορτικού, το να είναι ή να γίνεται κανείς ενοχλητικός, βαρετός («μού ζήτησε με φορτικότητα να τόν εξυπηρετήσω») μσν. αρχ. χυδαία, ανάγωγη συμπεριφορά … Dictionary of Greek